Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

στο πέλαγος

  • 1 море

    море с η θάλασσα· в открытом \море στο πέλαγος, στ' ανοιχτά
    * * *
    с
    η θάλασσα

    в откры́том мо́ре — στο πέλαγος, στ’ανοιχτά

    Русско-греческий словарь > море

  • 2 море

    мор||е
    с
    1. ἡ θάλασσα:
    открытое \море ἡ ἀνοιχτή θάλασσα, τό πέλαγος, τά ἀνοιχτά· бурное \море ἡ ταραγμένη θάλασσα· бушу́ющее \море ἡ φουρτούνα, ἡ θαλασσοταραχή· плыть по морю θαλασσοπορώ· выходить в открытое \море βγαίνω στ' ἀνοιχτά, ἀνοίγομαι στό πέλαγος· хозяйничать на \море θαλασσοκρατώ· отдыхать на \море παραθερίζω στή θάλασσα· жить у \морея ζώστήν ἀκρογιαλιά, στήν ἀκροθαλασσιά·
    2. перен ἡ θάλασσα, ὁ ποταμός:
    \море крови ποταμοί αίματος· \море звуков χείμαρρος ήχων ◊ капля в \море σταγόνα στόν ὠκεανό· из-за \морея ἀπό μακρινά μέρη· за \мореем уст. μακρυά, στά ξένα· житейское \море уст. ἡ βιοπάλη· ждать у \морея погоды погов. ζήσε μαϋρε μου νά φᾶς τριφύλλι καί τόν ἄβγουστο σταφύλι.

    Русско-новогреческий словарь > море

  • 3 выходить

    выходи́ть I
    несов
    1. βγαίνω, ἐξέρχομαι/ κατεβαίνω, κατέρχομαι (из вагона, самолета, экипажа)/ φεύγω (покидать)/ περνώ, μεταβαίνω (в другое помещение):
    \выходить на у́лицу βγαίνω (или κατεβαίνω) στό δρόμο· \выходить в море βγαίνω στό πέλαγος, στ· ἀνοιχτἄ \выходить из порта βγαίνω ἀπ' τό λιμάνί \выходить из окружения воен. διασπώ τήν περικύκλωση, διασπώ τόν κλοιό· \выходить из-за стола σηκώνομαι ἀπό τό τραπέζι·
    2. (появляться) φαίνομαι/ δημοσιεύομαι, ἐκδίδομαι (о книге):
    \выходить на сцену βγαίνω, ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι στή σκηνή· \выходить на работу πηγαίνω στήν δουλειά·
    3. (израсходоваться) ξοδεύομαι, καταναλίσκομαι·
    4. (удаваться) καταφέρνω, ἐπιτυγχάνω:
    э́то у меня хорошо́ выходит αὐτό τό καταφέρνω καλά·
    5. (получаться) γίνομαι, βγαίνω:
    из него́ выйдет хороший механик αὐτός θά γίνει (илива βγή) καλός μηχανικός· из э́того куска выходит два платья ἀπό ἕνα κομμάτι ὕφασμα βγαίνουν δύο φορέματά из £того ничего не выходит ἀπ' αὐτό δέν βγαίνει τίποτε·
    6. (из какой-л. среды) προέρχομαι, κατάγομαι·
    7. (выбывать) ἀποχωρώ, βγαίνω, ἐγκαταλείπω:
    \выходить из игры βγαίνω ἀπ· τό παιγνίδι· \выходить из строя (о машине) ἀχρηστεύομαι· \выходить в тираж (об облигации) ἀπο-σβύνομαΓ \выходить в отставку παραιτούμαι, ἀποστρατεύομαι1
    8. (об окне, двери и т. п.) βγαίνω, βγάζω κάπου, βλέπω κἀπου:
    окно выходит во двор тб παράθυρο βλέπει στήν αὐλή· ◊ \выходить замуж παντρεύομαι· \выходить из затруднения βγαίνω ἀπ' τή δυσκολία· \выходить из терпения χάνω τήν ὑπομονή· \выходить из себя γίνομαι ἔξω φρενών, παραφέρομαί \выходить из моды πάβω νά εἶμαι τής μόδας· \выходить из берегов πλημμυρίζω· выходит, что... πάει νά πεῖ πώς...· не выходит из головы δέν βγαίνει ἀπό τό κεφάλι μου (или ἀπό τόν νοῦ μου).
    вы́ходить II
    сов см. выхаживать.

    Русско-новогреческий словарь > выходить

  • 4 уходить

    уходить
    несов
    1. (отправляться) φεύγω, ἀναχωρώ, ἀπέρχομαι/ πηγαίνω (в другое место):
    \уходить домой πηγαίνω στό σπίτι· \уходить ра́но φεύγω (ἐ)νωρίς· \уходить вперед πηγαίνω μπροστά· \уходить в открытое море ἀνοίγομαι στό πέλαγος·
    2. (отходить, отстраняться) ἀποχωρώ ἀπό κάπου, παραμερίζω:
    \уходить в отставку παίρνω σύνταξη \уходить со сцены ἐγκαταλείπω τή σκηνή·
    3. (простираться, тянуться) ἀπλώνομαι, ἐκτείνομαι:
    дорога уходит вдаль ὁ δρόμος χάνεται μακρυά·
    4. (убегать, спасаться) (άπο)φεύγω, ξεγλιστρώ, δραπετεύω:
    \уходить от опасности (от преследования) διαφεύγω τόν κίνδυνο (τήν καταδίωξη)· \уходить от ответственности ἀποφεύγω τήν εὐθύνη·
    5. (расходоваться \уходить о времени) περνώ, παρέρχομαι, διαρρέω, χάνομαι:
    целый месяц уходит на подготовку ὁλόκληρος μήνας χρειάζεται γιά τήν προετοιμασία· молодость уходит περνδν τά νειατα·
    6. (расходоваться) ξοδεύομαι, πηγαίνω:
    все мои́ силы уходят ὅλες οἱ δυνάμεις μου ξοδεύονται·
    7. (погрузиться) ἀφιερώνομαι, ἀφοσιώνομαι:
    \уходить с головой в науку ἀφοσιώνομαι ὁλοκληρωτικά στήν ἐπιστήμη·
    8. (о жидкости, напитках) ξεχειλίζω, χύνομαι:
    молоко́ ушло́ τό γάλα χύθηκε· ◊ \уходить вперед ξεπερνώ· \уходить ни с чем φεύγω ἄπρακτος· \уходить в себя κλείνομαι στον ἐαυτό μου· часы уходят вперед τό ρολόγι πηγαίνει μπροστά.

    Русско-новогреческий словарь > уходить

  • 5 отваливать

    отваливать
    несов, отвалить сов
    1. (что-л. тяжелое) παραμερίζω κάτι, ρίχνω· 2· (о пароходе) ἀποπλέω, ἀνοίγομαι στό πέλαγος, σαλπάρω, ἀναχωρώ·
    3. (щедро давать) разг δίνω χουβαρντάδικα.

    Русско-новогреческий словарь > отваливать

  • 6 всмотреться

    всмотрюсь, всмотришься, ρ.σ. βυθίζω το βλέμμα, κοιτάζω καλά, προσεχτικά, ερευνώ•

    всмотреться в морскую даль κοιτάζω βαθιά στο πέλαγος•

    я -лся в него и сразу узнал τον κοί? ταξα καλά,’ии αμέσως τον γνώριοα.

    Большой русско-греческий словарь > всмотреться

  • 7 открытый

    επ. από μτχ.
    1. ανοιχτός•

    -ое окно ανοιχτό παράθυρο.

    2. απροκάλυπτος•

    -ая местность ανοιχτό μέρος.

    || ακάλυπτος, απροστάτευτος•

    открытый фланг (στρατ.) ακάλυπτο πλευρό.

    3. ακάλυπτος, ασκέπαστος•

    открытый автобус ανοιχτό λεωφορείο.

    4. γυμνός•

    -ая шя γυμνός λαιμός.

    || έξωμος, ξελαιμιστός, ντεκολτέ• σχιστός•

    открытый ворот ανοιχτός γιακάς•

    блуза с -ми рукавами μπλούζα με σχιστά μανίκια.

    5. ελεύθερος (εισόδου)•

    открытый судебный про-цсс δικαστήριο με ανοιχτές τις θύρες•

    -ое партийное собрание ανοιχτή κομματική συνέλευση.

    6. ειλικρινής, ανυπόκριτος• ευθύς•

    с -ым сердцем με ανοιχτή καρδιά•

    открытый характер ευθύς χαρακτήρας.

    7. του είδους, της μορφής•

    -ая форма туберкулза ανοιχτή μορφή φυματίωσης.

    8. μτφ. φανερός, έκδηλος, δεδηλωμένος.
    εκφρ.
    открытый вопрос – ανοιχτό (άλυτο) ζήτημα•
    - ое голосование – ανοιχτή (φανερή) ψηφοφορία•
    лоб – ανοιχτό (μεγάλο) μέτωπο•
    - ое море – ανοιχτή θάλασσα (ελευθεροπλοία)•
    выйти в -ое море – βγαίνω στ ανοιχτά (σε ανοιχτό πέλαγος)•
    - ое письмо – α) ανοιχτό (ασφράγιστο) γράμμα, β) ανοιχτό (δημοσιευόμενο) γράμμα•
    - ая рана – ανοιχτή πληγή (μη επουλωμένη)•
    открытый слог – φωνηεντόληκτη συλλαβή•
    в -ую – ανοιχτά, φανερά (όχι στα κρυφά)•
    под -ым небом – στο ύπαιθρο•
    с -ми глазами – έχοντας πλήρη επίγνωση (σκοπού, καθήκοντος κ.τ.τ.) συνειδητά•
    в -ом поле – στο ύπαιθρο.

    Большой русско-греческий словарь > открытый

См. также в других словарях:

  • Αιγαίο πέλαγος — Θαλάσσια λεκάνη (250.000 τ. χλμ.) της ανατολικής Μεσογείου μεταξύ της ηπειρωτικής Ελλάδας στα Δ και στα Β, της Τουρκίας στα Α και των νησιών Κρήτη και Ρόδος στα Ν. Με κατεύθυνση από ΒΔ προς ΝΑ έχει μήκος περίπου 640 χλμ. και πλάτος 320 χλμ., μέσα …   Dictionary of Greek

  • Ιόνιο πέλαγος — Τμήμα της Μεσογείου που ορίζεται στα Β από τη νότια Ιταλία, στα Α από την Αλβανία και την Ελλάδα, στα Δ από την ανατολική ακτή της Σικελίας και τη χερσόνησο της Καλαβρίας· στα Ν το όριό του δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί ακριβώς. Με τον πορθμό… …   Dictionary of Greek

  • πελάγιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιστρία και πέθανε με μαρτυρικό θάνατο. Θεωρείται πολιούχος και προστάτης της Κωνστάντζας. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Αυγούστου. 2. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο το 925. Η μνήμη του… …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …   Dictionary of Greek

  • θαλάσσιο περιβάλλον — Το μεγαλύτερο σε έκταση και όγκο φυσικό περιβάλλον που υπάρχει στη Γη. Υπερτερεί του χερσαίου περιβάλλοντος όχι μόνο ως προς την έκταση (οι θάλασσες έχουν δυόμισι φορές μεγαλύτερη έκταση από την ξηρά) αλλά και ως προς το πάχος τη βιόσφαιρας,… …   Dictionary of Greek

  • παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… …   Dictionary of Greek

  • πελαγότροφος — ον, Α αυτός που τρέφεται στο πέλαγος, που ζει στο πέλαγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλαγος + τροφος (< τρέφω)] …   Dictionary of Greek

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

  • ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… …   Dictionary of Greek

  • πελαγώνω — πελαγῶ, όω, ΝΜΑ [πέλαγος] νεοελλ. 1. πλέω στο πέλαγος, πελαγοδρομώ 2. μεσ. (για τόπο) προχωρώ βαθιά μέσα στη θάλασσα 3. μτφ. συναντώ μεγάλες δυσκολίες και περιέρχομαι σε αμηχανία ή σύγχυση, δεν ξέρω τί να κάνω, τά χάνω 4. μτφ. (για εμπορικές… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»